κακοπαθοῦσι

κακοπαθοῦσι
κακοπαθέω
to be in ill plight
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
κακοπαθέω
to be in ill plight
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπονώ — συμπονῶ, έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [πονώ] συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ) αρχ. κοπιάζω μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”